λευκοτσικνιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκοτσικνιάς οι λευκοτσικνιάδες
      γενική του λευκοτσικνιά των λευκοτσικνιάδων
    αιτιατική τον λευκοτσικνιά τους λευκοτσικνιάδες
     κλητική λευκοτσικνιά λευκοτσικνιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λευκοτσικνιάς στη λίμνη Χειμαδίτιδα.
Λευκοτσικνιάς σε παραλία της Νότιας Αφρικής (2013).

Ετυμολογία

λευκοτσικνιάς < λευκο- + τσικνιάς

Προφορά

ΔΦΑ : /lef.ko.tsiˈkɲas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευκοτσικνιάς

Ουσιαστικό

λευκοτσικνιάς αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.