σταχτοτσικνιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σταχτοτσικνιάς | οι | σταχτοτσικνιάδες |
| γενική | του | σταχτοτσικνιά | των | σταχτοτσικνιάδων |
| αιτιατική | τον | σταχτοτσικνιά | τους | σταχτοτσικνιάδες |
| κλητική | σταχτοτσικνιά | σταχτοτσικνιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σταχτοτσικνιάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
