ερωδιός
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερωδιός | οι | ερωδιοί |
| γενική | του | ερωδιού | των | ερωδιών |
| αιτιατική | τον | ερωδιό | τους | ερωδιούς |
| κλητική | ερωδιέ | ερωδιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερωδιός < αρχαία ελληνική ἐρῳδιός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾo.ðiˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρω‐δι‐ός
Ουσιαστικό
ερωδιός αρσενικό
- (πτηνό) πτηνό που ανήκει στην οικογένεια Ερωδιίδες (Ardeidae) και στην τάξη Πελαργόμορφα (Ciconiiformes). Έχει μακριά πόδια και ράμφος και ζει σε περιοχές με ρηχά νερά.
-
ερωδιός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.