μπαμπεσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαμπεσιά | οι | μπαμπεσιές |
| γενική | της | μπαμπεσιάς | των | μπαμπεσιών |
| αιτιατική | την | μπαμπεσιά | τις | μπαμπεσιές |
| κλητική | μπαμπεσιά | μπαμπεσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπαμπέσης
Μεταφράσεις
μπαμπεσιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.