μπαγαποντιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαγαποντιά οι μπαγαποντιές
      γενική της μπαγαποντιάς των μπαγαποντιών
    αιτιατική την μπαγαποντιά τις μπαγαποντιές
     κλητική μπαγαποντιά μπαγαποντιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαγαποντιά < μπαγαμπόντης + -ιά

Ουσιαστικό

μπαγαποντιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μπαγαπόντη
  2. μια πράξη ή ενέργεια ενός μπαγαπόντη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.