τσαλακωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαλακωμένος η τσαλακωμένη το τσαλακωμένο
      γενική του τσαλακωμένου της τσαλακωμένης του τσαλακωμένου
    αιτιατική τον τσαλακωμένο την τσαλακωμένη το τσαλακωμένο
     κλητική τσαλακωμένε τσαλακωμένη τσαλακωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαλακωμένοι οι τσαλακωμένες τα τσαλακωμένα
      γενική των τσαλακωμένων των τσαλακωμένων των τσαλακωμένων
    αιτιατική τους τσαλακωμένους τις τσαλακωμένες τα τσαλακωμένα
     κλητική τσαλακωμένοι τσαλακωμένες τσαλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσαλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσαλακώνω

Μετοχή

τσαλακωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.