τσαγιερό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαγιερό | τα | τσαγιερά |
| γενική | του | τσαγιερού | των | τσαγιερών |
| αιτιατική | το | τσαγιερό | τα | τσαγιερά |
| κλητική | τσαγιερό | τσαγιερά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαγιερό < τσάι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.