czajnik
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
czajnik (pl) αρσενικό
- η τσαγιέρα, το τσαγιερό
- (κρακοβιανή διάλεκτος), (μεταφορικά) το κεφάλι
- (χαρτοπαίγνια) (μεταφορικά) παίκτης που σκέφτεται πολύ και αργεί να παίξει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.