τσίλικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσίλικος η τσίλικη το τσίλικο
      γενική του τσίλικου της τσίλικης του τσίλικου
    αιτιατική τον τσίλικο την τσίλικη το τσίλικο
     κλητική τσίλικε τσίλικη τσίλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσίλικοι οι τσίλικες τα τσίλικα
      γενική των τσίλικων των τσίλικων των τσίλικων
    αιτιατική τους τσίλικους τις τσίλικες τα τσίλικα
     κλητική τσίλικοι τσίλικες τσίλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσίλικος < τουρκική çil / çıl + -ικος < οθωμανική τουρκική چیل (çil)

Επίθετο

τσίλικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.