ολοκαίνουργος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοκαίνουργος | η | ολοκαίνουργη | το | ολοκαίνουργο |
| γενική | του | ολοκαίνουργου | της | ολοκαίνουργης | του | ολοκαίνουργου |
| αιτιατική | τον | ολοκαίνουργο | την | ολοκαίνουργη | το | ολοκαίνουργο |
| κλητική | ολοκαίνουργε | ολοκαίνουργη | ολοκαίνουργο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοκαίνουργοι | οι | ολοκαίνουργες | τα | ολοκαίνουργα |
| γενική | των | ολοκαίνουργων | των | ολοκαίνουργων | των | ολοκαίνουργων |
| αιτιατική | τους | ολοκαίνουργους | τις | ολοκαίνουργες | τα | ολοκαίνουργα |
| κλητική | ολοκαίνουργοι | ολοκαίνουργες | ολοκαίνουργα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοκαίνουργος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.