τρόλεϊ

Νέα ελληνικά (el)

Τρόλεϊ στην Αθήνα

Ετυμολογία

τρόλεϊ < αγγλική trolley (ίσως: < troll)

Ουσιαστικό

τρόλεϊ ουδέτερο άκλιτο

  1. ηλεκτροκίνητο λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών που ρευματοδοτείται μέσω δύο κεραιών από εναέρια σύρματα
    Με την τηλεματική οι επιβάτες θα ενημερώνονται για τον ακριβή χρόνο διέλευσης των λεωφορείων και τρόλεϊ σε φωτεινό πίνακα σε κάθε στάση, στο κινητό τους τηλέφωνο ή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τους. (*)
  2. τραπεζάκι με ρόδες για μεταφορά ποτών ή τροφίμων
  3. (σκωπτικά, σαρκαστικά) το διαδικτυακό τρολ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.