τρολ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Ουσιαστικό

τρολ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αγγλική, σκανδιναβική λαογραφία) υπερφυσικό πλάσμα με παραμορφωμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά [1]
  2. (νεολογισμός, διαδικτυακή αργκό) που καταχράται ένα δίκτυο συζήτησης στέλνοντας προκλητικά μηνύματα με σκοπό τον εκνευρισμό των μελών του και ατέλειωτες συζητήσεις

Συνώνυμα

  • κυβερνοχούλιγκαν
  • κυβερνοδιχαστής
  • κυβερνοτορπιλιστής
  • κυβερνοτσόγλανος

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. troll (English) στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.