τρολ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό
τρολ ουδέτερο άκλιτο
- τρολαριστής/τρολλαριστής
- τρολάς/τρολλάς
- (σκωπτικό) τρόλεϊ
- τρολάκιας/τρολλάκιας
- τρολατζής/τρολλατζής/τρολεατζής/τρολλεατζής
Συνώνυμα
- κυβερνοχούλιγκαν
- κυβερνοδιχαστής
- κυβερνοτορπιλιστής
- κυβερνοτσόγλανος
Συγγενικά
- τρολάρω/τρολλάρω
- τρολάρισμα/τρολλάρισμα
- τρολιάζω/τρολλιάζω
- τρολιά/τρολλιά
Εκφράσεις
- μην ταΐζετε τα τρολ: μην παρασύρεστε και απαντάτε στις προκλητικές ενέργειες ενός τρολ
-
Τρολ (Διαδίκτυο) στη Βικιπαίδεια

- χάκερ
- σπάμερ
- σκάμερ
Αναφορές
- troll (English) στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.