ρευματοδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρευματοδοτούμαι | ρευματοδοτούμουν | θα ρευματοδοτούμαι | να ρευματοδοτούμαι | ||
| β' ενικ. | ρευματοδοτείσαι | ρευματοδοτούσουν | θα ρευματοδοτείσαι | να ρευματοδοτείσαι | ||
| γ' ενικ. | ρευματοδοτείται | ρευματοδοτούνταν | θα ρευματοδοτείται | να ρευματοδοτείται | ||
| α' πληθ. | ρευματοδοτούμαστε | ρευματοδοτούμασταν ρευματοδοτούμαστε |
θα ρευματοδοτούμαστε | να ρευματοδοτούμαστε | ||
| β' πληθ. | ρευματοδοτείστε | ρευματοδοτούσασταν ρευματοδοτούσαστε |
θα ρευματοδοτείστε | να ρευματοδοτείστε | ρευματοδοτείστε | |
| γ' πληθ. | ρευματοδοτούνται | ρευματοδοτούνταν | θα ρευματοδοτούνται | να ρευματοδοτούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρευματοδοτήθηκα | θα ρευματοδοτηθώ | να ρευματοδοτηθώ | ρευματοδοτηθεί | ||
| β' ενικ. | ρευματοδοτήθηκες | θα ρευματοδοτηθείς | να ρευματοδοτηθείς | ρευματοδοτήσου | ||
| γ' ενικ. | ρευματοδοτήθηκε | θα ρευματοδοτηθεί | να ρευματοδοτηθεί | |||
| α' πληθ. | ρευματοδοτηθήκαμε | θα ρευματοδοτηθούμε | να ρευματοδοτηθούμε | |||
| β' πληθ. | ρευματοδοτηθήκατε | θα ρευματοδοτηθείτε | να ρευματοδοτηθείτε | ρευματοδοτηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ρευματοδοτήθηκαν ρευματοδοτηθήκαν(ε) |
θα ρευματοδοτηθούν(ε) | να ρευματοδοτηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ρευματοδοτηθεί | είχα ρευματοδοτηθεί | θα έχω ρευματοδοτηθεί | να έχω ρευματοδοτηθεί | ρευματοδοτημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ρευματοδοτηθεί | είχες ρευματοδοτηθεί | θα έχεις ρευματοδοτηθεί | να έχεις ρευματοδοτηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ρευματοδοτηθεί | είχε ρευματοδοτηθεί | θα έχει ρευματοδοτηθεί | να έχει ρευματοδοτηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρευματοδοτηθεί | είχαμε ρευματοδοτηθεί | θα έχουμε ρευματοδοτηθεί | να έχουμε ρευματοδοτηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ρευματοδοτηθεί | είχατε ρευματοδοτηθεί | θα έχετε ρευματοδοτηθεί | να έχετε ρευματοδοτηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρευματοδοτηθεί | είχαν ρευματοδοτηθεί | θα έχουν ρευματοδοτηθεί | να έχουν ρευματοδοτηθεί | ||
Μεταφράσεις
ρευματοδοτούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.