τροχιόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τροχιόδρομος | οι | τροχιόδρομοι |
| γενική | του | τροχιόδρομου | των | τροχιόδρομων |
| αιτιατική | τον | τροχιόδρομο | τους | τροχιόδρομους |
| κλητική | τροχιόδρομε | τροχιόδρομοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τροχιόδρομος (μαρτυρείται από το 1883)[1]< τροχι(ά) + -ό- + -δρομος μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tramway [2] (κατά το σιδηρόδρομος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.çiˈo.ðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χι‐ό‐δρο‐μος
Ουσιαστικό
τροχιόδρομος αρσενικό
- (παρωχημένο, μέσο μεταφορών) το τραμ
- ※ Κατέβαιναν εκείνο τον καιρό συχνά στο Παλιό Φάληρο με τον τροχιόδρομο.
- Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, 1950 [μυθιστόρημα], επανέκδοση του: «Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη» στην τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές (1933)
- ※ Κατέβαιναν εκείνο τον καιρό συχνά στο Παλιό Φάληρο με τον τροχιόδρομο.
Μεταφράσεις
τροχιόδρομος
|
→ δείτε τη λέξη τραμ |
Αναφορές
- σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- τροχιόδρομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- τροχιόδρομος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.