τροχοδρομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τροχοδρομώ < τροχόδρομος + , μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική taxi

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾo.xo.ðɾoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τροχοδρομώ

Ρήμα

τροχοδρομώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.