τροχοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τροχοδρομώ < τροχόδρομος + -ώ, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική taxi
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.xo.ðɾoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χο‐δρο‐μώ
Ρήμα
τροχοδρομώ
- (αεροπορικός όρος) (για ιπτάμενο μέσο) μετακινούμαι σε ειδικούς τροχόδρομους σε κάποιο αεροδρόμιο ή κάνω σχετικούς ελιγμούς για προσγείωση, απογείωση κ.λπ.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τροχοδρομώ | τροχοδρομούσα | θα τροχοδρομώ | να τροχοδρομώ | τροχοδρομώντας | |
| β' ενικ. | τροχοδρομείς | τροχοδρομούσες | θα τροχοδρομείς | να τροχοδρομείς | (τροχοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | τροχοδρομεί | τροχοδρομούσε | θα τροχοδρομεί | να τροχοδρομεί | ||
| α' πληθ. | τροχοδρομούμε | τροχοδρομούσαμε | θα τροχοδρομούμε | να τροχοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | τροχοδρομείτε | τροχοδρομούσατε | θα τροχοδρομείτε | να τροχοδρομείτε | τροχοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | τροχοδρομούν(ε) | τροχοδρομούσαν(ε) | θα τροχοδρομούν(ε) | να τροχοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τροχοδρόμησα | θα τροχοδρομήσω | να τροχοδρομήσω | τροχοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | τροχοδρόμησες | θα τροχοδρομήσεις | να τροχοδρομήσεις | τροχοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | τροχοδρόμησε | θα τροχοδρομήσει | να τροχοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | τροχοδρομήσαμε | θα τροχοδρομήσουμε | να τροχοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | τροχοδρομήσατε | θα τροχοδρομήσετε | να τροχοδρομήσετε | τροχοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | τροχοδρόμησαν τροχοδρομήσαν(ε) |
θα τροχοδρομήσουν(ε) | να τροχοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τροχοδρομήσει | είχα τροχοδρομήσει | θα έχω τροχοδρομήσει | να έχω τροχοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τροχοδρομήσει | είχες τροχοδρομήσει | θα έχεις τροχοδρομήσει | να έχεις τροχοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τροχοδρομήσει | είχε τροχοδρομήσει | θα έχει τροχοδρομήσει | να έχει τροχοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τροχοδρομήσει | είχαμε τροχοδρομήσει | θα έχουμε τροχοδρομήσει | να έχουμε τροχοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τροχοδρομήσει | είχατε τροχοδρομήσει | θα έχετε τροχοδρομήσει | να έχετε τροχοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τροχοδρομήσει | είχαν τροχοδρομήσει | θα έχουν τροχοδρομήσει | να έχουν τροχοδρομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.