τροχιοδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
τροχιοδρομικά < τροχιοδρομικός
Επίρρημα
τροχιοδρομικά
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τροχιοδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τροχιοδρομικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.