τροφοδοτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τροφοδοτικό | τα | τροφοδοτικά |
| γενική | του | τροφοδοτικού | των | τροφοδοτικών |
| αιτιατική | το | τροφοδοτικό | τα | τροφοδοτικά |
| κλητική | τροφοδοτικό | τροφοδοτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τροφοδοτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τροφοδοτικός
Ουσιαστικό
τροφοδοτικό ουδέτερο
- (γενικότερα, ηλεκτρονική) κάθε εξάρτημα συσκευής (ή μεμονωμένη συσκευή) που παρέχει ηλεκτρική ενέργεια για τη λειτουργία της
- (ειδικότερα, υλικό υπολογιστή) power supply unit, PSU: το βασικό εξάρτημα προσωπικού υπολογιστή που του παρέχει ηλεκτρική ενέργεια και ονομάζεται και κεντρικό τροφοδοτικό

Τροφοδοτικό προσωπικού υπολογιστή (PC)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τροφοδοτικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τροφοδοτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.