τρολαριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τρολαριστής | οι | τρολαριστές |
| γενική | του | τρολαριστή | των | τρολαριστών |
| αιτιατική | τον | τρολαριστή | τους | τρολαριστές |
| κλητική | τρολαριστή | τρολαριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τρολαριστής αρσενικό
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) αυτός που τρολάρει, το διαδικτυακό τρολ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρολ
-
Τρολ (Διαδίκτυο) στη Βικιπαίδεια

- σπαμαριστής
- χακαριστής
- γκουγκλαριστής
Μεταφράσεις
τρολαριστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.