τρολάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρολάρισμα | τα | τρολαρίσματα |
| γενική | του | τρολαρίσματος | των | τρολαρισμάτων |
| αιτιατική | το | τρολάρισμα | τα | τρολαρίσματα |
| κλητική | τρολάρισμα | τρολαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τρολάρισμα ουδέτερο
- (νεολογισμός), (πληροφορική) οι ενέργειες που κάνει ένα τρολ και το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.