σπάμερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπάμερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική spammer
Ουσιαστικό
σπάμερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) που σπαμάρει
- (γενικότερα) ό,τι εκτελεί κάτι επαναληπτικά, ταχέως και συνήθως απερίσκεφτα ή ανοργάνωτα
- ↪ Κατέβασα ένα αντί-ΑΦΚ σπάμερ κλικαρίσματος που και χτυπώνει εχθρούς αυτόματα και αποτρέπει αυτόματη αποσύνδεση.
- ↪ Αυτός ο τράιχαρντ σπάμερ πραγματικά μου τη δίνει.
- (κατ’ επέκταση) που στέλνει μαζικά ανεπιθύμητα μηνύματα μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή άλλου είδους διαδικτυακής επικοινωνίας
- ↪ Μην ανοίξεις ποτέ μέιλ από σπάμερ!
- (ειδικότερα) χρήστης που με τη συμπεριφορά του σε επιγραμμική συνομιλία ενοχλεί τους άλλους, ή επίτηδες, ή άθελα, π.χ. σπάζοντας τη ροή συζητήσεως δια μέσου ανοίγματος ασχέτων θεμάτων
- ↪ Έχει πολλά σπάμερ στο τσατ πρόσφατα.
- (γενικότερα) ό,τι εκτελεί κάτι επαναληπτικά, ταχέως και συνήθως απερίσκεφτα ή ανοργάνωτα
Συγγενικά
- σπαμάρω
- σπαμάρισμα
- σπαμεράς, σπαμάκιας
- σπαμ
Μεταφράσεις
σπάμερ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.