τρολάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρολάρω < τρολ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll

Ρήμα

τρολάρω

Συγγενικά

Κλίση

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: τρόλαρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.