αδιάστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιάστατος | η | αδιάστατη | το | αδιάστατο |
| γενική | του | αδιάστατου | της | αδιάστατης | του | αδιάστατου |
| αιτιατική | τον | αδιάστατο | την | αδιάστατη | το | αδιάστατο |
| κλητική | αδιάστατε | αδιάστατη | αδιάστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιάστατοι | οι | αδιάστατες | τα | αδιάστατα |
| γενική | των | αδιάστατων | των | αδιάστατων | των | αδιάστατων |
| αιτιατική | τους | αδιάστατους | τις | αδιάστατες | τα | αδιάστατα |
| κλητική | αδιάστατοι | αδιάστατες | αδιάστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιάστατος < ελληνιστική κοινή ἀδιάστατος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀδιάστατος < διίστημι
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αδιάστατος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.