διάστασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάστασῐς αἱ διαστάσεις
      γενική τῆς διαστάσεως τῶν διαστάσεων
      δοτική τῇ διαστάσει ταῖς διαστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάστασῐν τὰς διαστάσεις
     κλητική ! διάστασῐ διαστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαστάσει
γεν-δοτ τοῖν  διαστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάστασις < διίστημι, δια-στα- + -σις  δείτε τις λέξεις ἵστημι και στάσις

Ουσιαστικό

διάστασις, -εως θηλυκό

  1. χωρισμός σε απόσταση, το να στέκεται κάποιος μακριά, η διάσταση
  2. (ελληνιστική σημασία) το διαζύγιο
     συνώνυμα: διαστάσιον

Συγγενικά

θέμα διαστα-

  • διαστασιάζω
  • διαστάσιον
  • διαστατέον
  • διαστατέω
  • διαστάτης
  • διαστατικός
  • διαστατικῶς
  • διάστατος
  • διαστατός

 και δείτε τη λέξη διίστημι και ἵστημι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.