τριμηνιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

τριμηνιαίο

  1. τριμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού

τριμηνιαίο, ουδέτερο του τριμηνιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.