τριάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριάρα οι τριάρες
      γενική της τριάρας
    αιτιατική την τριάρα τις τριάρες
     κλητική τριάρα τριάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριάρα < τρία + -άρα

Ουσιαστικό

τριάρα θηλυκό

  1. ποινή (αποβολή, φυλάκιση κ.λπ.) τριών ημερών
  2. (αθλητισμός, αργκό) επίτευξη τριών γκολ σε ποδοσφαιρικό αγώνα
  3. (συνήθως στον πληθυντικό: τριάρες) όταν σε παιχνίδι με ζάρια, το σύνολο των ζαριών δείχνουν τον αριθμό τρία
     δείτε τις λέξεις ντόρτια και εξάρες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.