τραχηλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τραχηλικός | η | τραχηλική | το | τραχηλικό |
| γενική | του | τραχηλικού | της | τραχηλικής | του | τραχηλικού |
| αιτιατική | τον | τραχηλικό | την | τραχηλική | το | τραχηλικό |
| κλητική | τραχηλικέ | τραχηλική | τραχηλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τραχηλικοί | οι | τραχηλικές | τα | τραχηλικά |
| γενική | των | τραχηλικών | των | τραχηλικών | των | τραχηλικών |
| αιτιατική | τους | τραχηλικούς | τις | τραχηλικές | τα | τραχηλικά |
| κλητική | τραχηλικοί | τραχηλικές | τραχηλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τραχηλικός < μεσαιωνική ελληνική τραχηλικός[1] < αρχαία ελληνική τράχηλος
Επίθετο
τραχηλικός
- (ανατομία, ιατρική) που έχει σχέση με τον τράχηλο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Σε χτυπήματα από «τέμνον όργανο στην τραχηλική χώρα» αποδίδεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο θάνατος της 54χρονης γυναίκας ελληνικής υπηκοότητας. (www.tovima.gr, 17.01.2021)
Μεταφράσεις
- τραχηλικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.