τραχανάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραχανάς οι τραχανάδες
      γενική του τραχανά των τραχανάδων
    αιτιατική τον τραχανά τους τραχανάδες
     κλητική τραχανά τραχανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο είδη τραχανά: ξινός και γλυκός.

Ετυμολογία

τραχανάς < τουρκική tarhana < οθωμανική τουρκική ترخانه (tarhana) < περσική ترخوانه (tarxʷâna: σούπα γιαουρτιού)

Ουσιαστικό

τραχανάς αρσενικό

  1. (γαστρονομία) ζυμαρικό για σούπα φτιαγμένο από αλεύρι, γάλα και αβγά καθώς και η ίδια η σούπα
    ο τραχανάς διακρίνεται σε ξινό και γλυκό
  2. (μεταφορικά) ανόητος
    τι λες ρε, τραχανά!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.