trapezoid
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| trapezoid | trapezoids |
Ουσιαστικό
trapezoid (en)
- (γεωμετρία) το τραπέζιο
- (μαθηματικά) (παρωχημένο) το μη κανονικό τετράπλευρο
- (ανατομία) μικρό οστό του καρπού, κάτω από τον αντίχειρα
- trapezium
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.