τράχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τράχωμα τα τραχώματα
      γενική του τραχώματος των τραχωμάτων
    αιτιατική το τράχωμα τα τραχώματα
     κλητική τράχωμα τραχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. τράχωμα < τραχ- (<τραχύς) + -ωμα
  2. τράχωμα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾa.xo.ma/

Ουσιαστικό

τράχωμα ουδέτερο

  • (ιατρική) η μολυσματική ασθένεια των ματιών, η οποία προκαλεί φλεγμονή στον επιπεφυκότα των βλεφάρων και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όρασης και τύφλωση

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

τράχωμα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης
    Καὶ ὁποίας προῖκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἐλιώνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώσῃ καὶ μετρητὴν προῖκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. (Αλέξ. Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.