επιπεφυκώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιπεφυκώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπεφυκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (με μέση-παθητική σημασία) του ρήματος ἐπιφύω,-ομαι
Ουσιαστικό
επιπεφυκώς αρσενικό
- (ανατομία, οφθαλμολογία) μυκώδης υμένας που ενώνει τον βολβό του ματιού με τα βλέφαρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επιπεφυκώς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.