επιπεφυκώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιπεφυκώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπεφυκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (με μέση-παθητική σημασία) του ρήματος ἐπιφύω,-ομαι

Ουσιαστικό

επιπεφυκώς αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.