τουρκογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τουρκογενής | η | τουρκογενής | το | τουρκογενές |
| γενική | του | τουρκογενούς* | της | τουρκογενούς | του | τουρκογενούς |
| αιτιατική | τον | τουρκογενή | την | τουρκογενή | το | τουρκογενές |
| κλητική | τουρκογενή(ς) | τουρκογενής | τουρκογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τουρκογενείς | οι | τουρκογενείς | τα | τουρκογενή |
| γενική | των | τουρκογενών | των | τουρκογενών | των | τουρκογενών |
| αιτιατική | τους | τουρκογενείς | τις | τουρκογενείς | τα | τουρκογενή |
| κλητική | τουρκογενείς | τουρκογενείς | τουρκογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τουρκογενής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
τουρκογενής
|
|
Αναφορές
- Δημητράκος Β. Δημήτριος (1969) Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Εκδόσεις "Γιοβάνη", Αθήνα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.