Türk

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /tʏɾc/

Ουσιαστικό

Türk (tr)

  1. (εθνικό όνομα) ο Τούρκος, η Τουρκάλα
  2. τουρκικός, που ανήκει στην Τουρκία (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
    Türk edebiyatı - η τουρκική λογοτεχνία

Παράγωγα



Φλαμανδικά (vls)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή: Belgique του Βελγίου



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή: Belgique του Βελγίου



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • forebears.io, ανακτήθηκε 17/9/2023,



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Türk < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Türk αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.