τουμπεκί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τουμπεκί | τα | τουμπεκιά |
| γενική | του | τουμπεκιού | των | τουμπεκιών |
| αιτιατική | το | τουμπεκί | τα | τουμπεκιά |
| κλητική | τουμπεκί | τουμπεκιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /tu.beˈci/
Ουσιαστικό
τουμπεκί ουδέτερο
- ποικιλία καπνού που χρησιμοποιείται για κάπνισμα σε ναργιλέ
- ※ Πιάσε ένα αργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί («Πέντε μάγκες στον Περαία», τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς)
- ※ Όταν καπνίζει ο λουλάς,
εσύ δεν πρέπει να μιλάς.
Κοίταξε, τριγύρω οι μάγκες
κάνουν όλοι τουμπεκί. (Από το τραγούδι «Ο λουλάς», σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μητσάκη
Εκφράσεις
- (κάνω) τουμπεκί ψιλοκομμένο: δεν μιλάω, (προσποιούμαι πως) αγνοώ
- τουμβεκίον (παρωχημένο, καθαρεύουσα)
Αναφορές
- τουμπεκί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.