ναργιλές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναργιλές οι ναργιλέδες
      γενική του ναργιλέ των ναργιλέδων
    αιτιατική τον ναργιλέ τους ναργιλέδες
     κλητική ναργιλέ ναργιλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναίκα από την Περσία καπνίζει ναργιλέ

Ετυμολογία

ναργιλές < (άμεσο δάνειο) τουρκική nargile < περσική نارگيل (nārgīla) < σανσκριτική नारिकेला (nārikela, καρύδα)

Ουσιαστικό

ναργιλές αρσενικό και αργιλές

  1. συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης στην οποία ο εισπνεόμενος καπνός φιλτράρεται προηγουμένως σε νερό
    ας πιούμε κα' (κανένα) ναργιλέ, ας πιούμε ένα(ν) ναργιλέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.