τουμβεκίον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τουμβεκίον:  δείτε τη λέξη τουμπεκί

Ουσιαστικό

τουμβεκίον, -ίου ουδέτερο

Συγγενικά

  • ταμβάκος

στην κοινή νεοελληνική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.