τοπιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τοπιογράφος | οι | τοπιογράφοι |
| γενική | του/της | τοπιογράφου | των | τοπιογράφων |
| αιτιατική | τον/την | τοπιογράφο | τους/τις | τοπιογράφους |
| κλητική | τοπιογράφε | τοπιογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τοπιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωγραφική, επάγγελμα) ζωγράφος που ζωγραφίζει τοπιογραφίες
Συγγενικά
- τοπιογραφία
- τοπιογραφικός
- → δείτε τις λέξεις τοπίο και γράφω
Αναφορές
- τοπιογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.