τοπιογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπιογραφία οι τοπιογραφίες
      γενική της τοπιογραφίας των τοπιογραφιών
    αιτιατική την τοπιογραφία τις τοπιογραφίες
     κλητική τοπιογραφία τοπιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοπιογραφία < τοπιογράφος + -ία[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paysage[2])

Ουσιαστικό

τοπιογραφία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. τοπιογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τοπιογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.