φιδοτόμαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φιδοτόμαρο | τα | φιδοτόμαρα |
| γενική | του | φιδοτόμαρου | των | φιδοτόμαρων |
| αιτιατική | το | φιδοτόμαρο | τα | φιδοτόμαρα |
| κλητική | φιδοτόμαρο | φιδοτόμαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
λεπτομέρεια σε φιδοτόμαρο
Μεταφράσεις
φιδοτόμαρο
|
→ δείτε τη λέξη φιδοπουκάμισο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.