αρκουδοτόμαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρκουδοτόμαρο | τα | αρκουδοτόμαρα |
| γενική | του | αρκουδοτόμαρου | των | αρκουδοτόμαρων |
| αιτιατική | το | αρκουδοτόμαρο | τα | αρκουδοτόμαρα |
| κλητική | αρκουδοτόμαρο | αρκουδοτόμαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
αρκουδοτόμαρο μπροστά σε καυσόξυλα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρκουδοτόμαρο ουδέτερο
- το τομάρι ή το δέρμα τής αρκούδας
Μεταφράσεις
αρκουδοτόμαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.