αλεποτόμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεποτόμαρο τα αλεποτόμαρα
      γενική του αλεποτόμαρου των αλεποτόμαρων
    αιτιατική το αλεποτόμαρο τα αλεποτόμαρα
     κλητική αλεποτόμαρο αλεποτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλεποτόμαρο < αλεπού + -ο- + τομάρι + -ο

Ουσιαστικό

αλεποτόμαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.