κοτάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοτάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοτ(ῶ) + νεοελληνικό επίθημα -άω < (ελληνιστική κοινή) κόττος (κύβος, δείτε και κοττίζω) με ορθογραφική απλοποίηση των ⟨ττ⟩.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐τά‐ω
Ρήμα
κοτάω, πρτ.: κοτούσα/κόταγα, αόρ.: κότησα (χωρίς παθητική φωνή)
- τολμώ, ρισκάρω
- ※ Ήταν χειμώνας βαρύς, ούτε τ' αγρίμια δεν κοτούσαν να ξεμυτίσουν. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις
- αν/άμα σου κοτάει: αν τολμάς, άμα σου βαστάει
- άμα σου κοτάει, ξανακάνε το και θα δεις τι έχεις να πάθεις
Κλίση
Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ.[2]
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοτάω - κοτώ | κοτούσα - κόταγα | θα κοτάω - κοτώ | να κοτάω - κοτώ | κοτώντας | |
| β' ενικ. | κοτάς | κοτούσες - κόταγες | θα κοτάς | να κοτάς | κόταγε | |
| γ' ενικ. | κοτάει - κοτά | κοτούσε - κόταγε | θα κοτάει - κοτά | να κοτάει - κοτά | ||
| α' πληθ. | κοτάμε - κοτούμε | κοτούσαμε - κοτάγαμε | θα κοτάμε - κοτούμε | να κοτάμε - κοτούμε | ||
| β' πληθ. | κοτάτε | κοτούσατε - κοτάγατε | θα κοτάτε | να κοτάτε | κοτάτε | |
| γ' πληθ. | κοτάν(ε) - κοτούν(ε) | κοτούσαν(ε) - κόταγαν - κοτάγανε | θα κοτάν(ε) - κοτούν(ε) | να κοτάν(ε) - κοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κότησα | θα κοτήσω | να κοτήσω | κοτήσει | ||
| β' ενικ. | κότησες | θα κοτήσεις | να κοτήσεις | κότα - κότησε | ||
| γ' ενικ. | κότησε | θα κοτήσει | να κοτήσει | |||
| α' πληθ. | κοτήσαμε | θα κοτήσουμε | να κοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοτήσατε | θα κοτήσετε | να κοτήσετε | κοτήστε | ||
| γ' πληθ. | κότησαν κοτήσαν(ε) |
θα κοτήσουν(ε) | να κοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοτήσει | είχα κοτήσει | θα έχω κοτήσει | να έχω κοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοτήσει | είχες κοτήσει | θα έχεις κοτήσει | να έχεις κοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοτήσει | είχε κοτήσει | θα έχει κοτήσει | να έχει κοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοτήσει | είχαμε κοτήσει | θα έχουμε κοτήσει | να έχουμε κοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοτήσει | είχατε κοτήσει | θα έχετε κοτήσει | να έχετε κοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοτήσει | είχαν κοτήσει | θα έχουν κοτήσει | να έχουν κοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
κοτάω
|
→ δείτε τη λέξη τολμάω |
Αναφορές
- κοτάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.