κοτάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοτάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοτ(ῶ) + νεοελληνικό επίθημα -άω < (ελληνιστική κοινή) κόττος (κύβος, δείτε και κοττίζω) με ορθογραφική απλοποίηση των ⟨ττ⟩.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοτάω

Ρήμα

κοτάω, πρτ.: κοτούσα/κόταγα, αόρ.: κότησα (χωρίς παθητική φωνή)

Εκφράσεις

  • αν/άμα σου κοτάει: αν τολμάς, άμα σου βαστάει
    άμα σου κοτάει, ξανακάνε το και θα δεις τι έχεις να πάθεις

Κλίση

Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ.[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κοτάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.