τοκάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοκάς οι τοκάδες
      γενική του τοκά των τοκάδων
    αιτιατική τον τοκά τους τοκάδες
     κλητική τοκά τοκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική toka +  δείτε τη λέξη τόκα

Προφορά

ΔΦΑ : /toˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τοκάς
τονικό παρώνυμο: τόκας

Ουσιαστικό

τοκάς αρσενικό

  • άλλη μορφή του τόκα (θηλυκό)

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τοκάς αἱ τοκάδες
      γενική τῆς τοκάδος τῶν τοκάδων
      δοτική τῇ τοκάδ ταῖς τοκάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τοκάδ τὰς τοκάδᾰς
     κλητική ! τοκάς τοκάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τοκάδε
γεν-δοτ τοῖν  τοκάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοκάς <  δείτε τη λέξη τίκτω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

τοκάς αρσενικό

  1. αυτή που γεννάει ή που μόλις γέννησε
    τοκάς λέαινα
  2. που αναφέρεται στην ανατροφή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.