τοκάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τοκάς | οι | τοκάδες |
| γενική | του | τοκά | των | τοκάδων |
| αιτιατική | τον | τοκά | τους | τοκάδες |
| κλητική | τοκά | τοκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική toka + -ς → δείτε τη λέξη τόκα
Προφορά
- ΔΦΑ : /toˈkas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐κάς
- τονικό παρώνυμο: τόκας
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τοκάς | αἱ | τοκάδες |
| γενική | τῆς | τοκάδος | τῶν | τοκάδων |
| δοτική | τῇ | τοκάδῐ | ταῖς | τοκάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | τοκάδᾰ | τὰς | τοκάδᾰς |
| κλητική ὦ! | τοκάς | τοκάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοκάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τοκάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοκάς < → δείτε τη λέξη τίκτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τοκάς αρσενικό
- αυτή που γεννάει ή που μόλις γέννησε
- ↪ τοκάς λέαινα
- που αναφέρεται στην ανατροφή
Πηγές
- τοκάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοκάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.