τιτλοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιτλοφόρος η τιτλοφόρα το τιτλοφόρο
      γενική του τιτλοφόρου της τιτλοφόρας του τιτλοφόρου
    αιτιατική τον τιτλοφόρο την τιτλοφόρα το τιτλοφόρο
     κλητική τιτλοφόρε τιτλοφόρα τιτλοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτλοφόροι οι τιτλοφόρες τα τιτλοφόρα
      γενική των τιτλοφόρων των τιτλοφόρων των τιτλοφόρων
    αιτιατική τους τιτλοφόρους τις τιτλοφόρες τα τιτλοφόρα
     κλητική τιτλοφόροι τιτλοφόρες τιτλοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιτλοφόρος < τίτλος + -ο- + -φόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /tit.loˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιτλοφόρος

Επίθετο

τιτλοφόρος, -α, -ο

  1. (παρωχημένο, λόγιο) που φέρει τίτλο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τιτλοφόρο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.