τιτλοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τιτλοφόρο | τα | τιτλοφόρα |
| γενική | του | τιτλοφόρου | των | τιτλοφόρων |
| αιτιατική | το | τιτλοφόρο | τα | τιτλοφόρα |
| κλητική | τιτλοφόρο | τιτλοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιτλοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιτλοφόρος
Μεταφράσεις
τιτλοφόρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.