τιτλούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τιτλούχος | οι | τιτλούχοι |
| γενική | του/της | τιτλούχου | των | τιτλούχων |
| αιτιατική | τον/την | τιτλούχο | τους/τις | τιτλούχους |
| κλητική | τιτλούχε | τιτλούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τιτλούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.