Τιτάν
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Τιτάν | οἱ | Τιτᾶνες |
| γενική | τοῦ | Τιτᾶνος | τῶν | Τιτάνων |
| δοτική | τῷ | Τιτᾶνῐ | τοῖς | Τιτᾶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Τιτᾶνᾰ | τοὺς | Τιτᾶνᾰς |
| κλητική ὦ! | Τιτάν | Τιτᾶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τιτᾶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Τιτάνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τιτάν < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Τιτάν αρσενικό (θηλυκό Τιτανίς)
Συγγενικά
- Τιτάνια
- Τιτανικός
Πηγές
- Τιτάν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Τιτάν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.