τιτανιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η τιτανιούχος το τιτανιούχο
      γενική του/της τιτανιούχου του τιτανιούχου
    αιτιατική τον/την τιτανιούχο το τιτανιούχο
     κλητική τιτανιούχε τιτανιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτανιούχοι τα τιτανιούχα
      γενική των τιτανιούχων των τιτανιούχων
    αιτιατική τους/τις τιτανιούχους τα τιτανιούχα
     κλητική τιτανιούχοι τιτανιούχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιτανιούχος < τιτάνι(ο) + -ούχος

Επίθετο

τιτανιούχος, -ος, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.