στρογγυλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρογγυλότης αἱ στρογγυλότητες
      γενική τῆς στρογγυλότητος τῶν στρογγυλοτήτων
      δοτική τῇ στρογγυλότητ ταῖς στρογγυλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στρογγυλότητ τὰς στρογγυλότητᾰς
     κλητική ! στρογγυλότης στρογγυλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρογγυλότητε
γεν-δοτ τοῖν  στρογγυλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρογγυλότης < στρογγύλο(ς) + -της

Ουσιαστικό

στρογγυλότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.