στρογγυλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στρογγυλότης | αἱ | στρογγυλότητες |
| γενική | τῆς | στρογγυλότητος | τῶν | στρογγυλοτήτων |
| δοτική | τῇ | στρογγυλότητῐ | ταῖς | στρογγυλότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | στρογγυλότητᾰ | τὰς | στρογγυλότητᾰς |
| κλητική ὦ! | στρογγυλότης | στρογγυλότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρογγυλότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στρογγυλοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρογγυλότης < στρογγύλο(ς) + -της
Πηγές
- στρογγυλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.