χειριστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χειριστήριο | τα | χειριστήρια |
| γενική | του | χειριστήριου & χειριστηρίου |
των | χειριστήριων & χειριστηρίων |
| αιτιατική | το | χειριστήριο | τα | χειριστήρια |
| κλητική | χειριστήριο | χειριστήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειριστήριο < (καθαρεύουσα) χειριστήριον < από την επίσης λόγια λέξη χειριστής
Ουσιαστικό
χειριστήριο ουδέτερο
- χώρος από τον οποίων γίνεται ο χειρισμός μηχανημάτων
- συσκευή με την οποία ελέγχεται η λειτουργία μηχανημάτων
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χειριστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.