τηλεμαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεμαχία | οι | τηλεμαχίες |
| γενική | της | τηλεμαχίας | των | τηλεμαχιών |
| αιτιατική | την | τηλεμαχία | τις | τηλεμαχίες |
| κλητική | τηλεμαχία | τηλεμαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τηλεμαχία θηλυκό
- (νεολογισμός) (πολιτική) τηλεοπτικός διάλογος μεταξύ δύο ή περισσότερων πολιτικών αντιπάλων, πριν από μια εκλογική αναμέτρηση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.